Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξελιγώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξελιγώνω [kseliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. ξελιγωμένος* : (προφ.) κάνω κπ. να αισθανθεί λιγούρα: Ξελιγώθηκα στην / από την πείνα. Φέρε κτ. να φάμε επιτέλους, μας ξελίγωσες. || (μτφ.): Ξελιγώθηκα στα γέλια, γέλασα πάρα πολύ, υπερβολικά. Ξελιγώθηκα να σε περιμένω τόσες ώρες, βαρέθηκα, ζαλίστηκα, κουράστηκα.

[ξε- λιγώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξελιγώνω.
  • (Μέσ.) συνέρχομαι από λιποθυμία:
    • εξελιγώθη η κερά … και πάσκει ν’ ανεσηκωθεί (Θυσ. 290 κριτ. υπ.· Ερωτόκρ. Έ 1097).

[<στερ. ξε‑ + λιγώνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. και κοιν. (συν. στο μέσ.) με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες