Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξελασκάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξελασκάρω [kselaskáro] Ρ6α : 1.λασκάρω. 2. (μτφ., οικ.) βρίσκω ελεύθερο χρόνο όταν μειώνεται η ένταση των φροντίδων, των ασχολιών μου κτλ.: Όταν ~, θα περάσω να σε δω.

[ξε- λασκάρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες