Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκόβω [ksekóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. ξεκόπηκα, απαρέμφ. ξεκοπεί, μππ. ξεκομμένος* : 1.παύω να έχω συχνή και καθημερινή επαφή, συναναστροφή, σχέση με κπ.· απομακρύνομαι: Ξεκόψαμε από γνωστούς και φίλους. Ξέκοψε πια από την οικογένειά του. || απομακρύνω κπ. από κπ. ή από κτ.: Ήθελε να τον ξεκόψει από τις κακές παρέες. 2α. απομακρύνομαι από ένα οργανωμένο σύνολο, αποχωρίζομαι από τους υπόλοιπους: Όποιος ξέκοβε από τη φάλαγγα χανότανε μέσα στο χιόνι. β. σταματώ κτ. το οποίο μου έχει γίνει συνήθεια, έξη, πάθος: ~ ένα μωρό, σταματώ το θηλασμό. Προσπαθεί να ξεκόψει από τα ναρκωτικά. Aν δεν ξεκόψεις από τα χαρτιά, θα καταστραφείς. 3. (μτφ.) αποσυνδέω καταστάσεις, γεγονότα ή έννοιες που συνδέονται στενά μεταξύ τους. ΦΡ ~ κτ. από κπ., αρνούμαι κτ. οριστικά, κατηγορηματικά και αμετάκλητα: Ήθελα να πάω διακοπές αλλά μου το ξέκοψε.
[μσν. ξεκόβω < αρχ. ἐκκόπτω `κόβω΄ (π.χ. δέντρα από δάσος) (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκόβω· μτχ. παρκ. εξεκομμένος.
-
- I. Ενεργ.
- α) αποχωρίζομαι από το σύνολο που ανήκω και απομακρύνομαι, στρέφομαι σε άλλη κατεύθυνση:
- Κάτεργο ένα εξέκοψε να πάγει … (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21311)·
- β) (προκ. για αίγα που αποκόπτεται από το κοπάδι):
- (Πανώρ. Γ́ 266).
- α) αποχωρίζομαι από το σύνολο που ανήκω και απομακρύνομαι, στρέφομαι σε άλλη κατεύθυνση:
- II. Μέσ.
- α) διακρίνομαι, ξεχωρίζω:
- (Θησ. (Foll.) I 137)·
- β) βγαίνω πρώτος:
- τα μήλα … της … Αθαλάντες, οπού 'τον στο πηλάλημα πολλάκις ξεκομμένη (Θησ. Ζ́ [676]).
- α) διακρίνομαι, ξεχωρίζω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εξαιρετικός, ξεχωριστός
- α) (προκ. για ομορφιά):
- (Θησ. ΙΒ́ [677])·
- β) (προκ. για γενναιότητα):
- ήλθαμεν εις βοήθεια του με άνδρες ξεκομμένους (Θησ. Β́ [878])·
- (ως επίθ. του Άρη):
- (Θησ. (Foll.) I 3)·
- γ) (προκ. για αγάπη):
- (Άνθ. χαρ. 2992).
- α) (προκ. για ομορφιά):
[<αόρ. του εκκόπτω (βλ. ά.). Η μτχ. παρκ. στο Du Cange (λ. ξεκομένος). Τ. ‑βγω στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.