Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκωλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκωλώνω [ksekolóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ.) 1. κουράζω κπ. υπερβολικά· τον αναγκάζω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια· ξεθεώνω: Mας ξεκώλωσε / ξεκωλωθήκαμε στη δουλειά. Γύρισε το βράδυ ξεκωλωμένη, κατακουρασμένη. 2. (παθ.) είμαι πολύ τυχερός: Ξεκωλώθηκα χθες το βράδυ στα χαρτιά, κέρδιζα συνέχεια.

[ξε- κώλ(ος) -ώνω (πρβ. μσν. ξεκωλωμένος `κίναιδος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκωλώνω.
  • (Μέσ.) ζω ακόλαστα· η μτχ. παρκ. ως επίθ. (εδώ στο θηλ.) = προκ. για πόρνη (πβ. Somav.):
    • μια γρα ξεκωλωμένη (Φορτουν. Ά 323).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. κώλος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες