Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκρεμώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκρεμώ [ksekremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : κατεβάζω κτ. που είναι κρεμα σμένο. ANT κρεμώ: Ξεκρέμασα τις κουρτίνες για να τις πλύνω. Ξεκρεμάστηκαν τα πανό από τους δρόμους. || Ξεκρέμασε η φούστα σου, κρεμάει.

[ξε- κρεμώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκρεμώ — ξεκρεμάζω (I).
  • Κατεβάζω κ. κρεμασμένο, ξεκρεμώ· αποκαθηλώνω:
    • τες δύο κεφαλές οπού ήσανε κρεμασμένες … εξεκρεμάσαν τες … (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 193r
    • εξεκρέμασέ το (ενν. το σώμα) από τον σταυρόν (αυτ. φ. 288v).

[<στερ. ξε‑ + κρεμώ ή κρεμάζω. Η λ. στο Somav. (‑άζω) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκρεμώ — ξεκρεμάζω (II).
  • (Μέσ.) (μεταφ.) εξαρτώμαι ψυχικά από κ. (βλ. και κρεμώ II2β́):
    • είδα το (ενν. το δακτυλίδιν), εξεκρεμάστην, την χρόαν του εθαύμασά την (Λίβ. P 1097 (διάβ. εξ‑ το)).

[<επιτ. ξε‑ + κρεμώ ή κρεμάζω. Πβ. και αρχ. εκκρέμαμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες