Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκουφαίνω [ksekuféno] -ομαι Ρ7.1 : ενοχλώ κπ. υπερβολικά με το θόρυβο που προκαλώ: Mας ξεκούφανες με τις φωνές σου. Ξεκουφαθήκαμε από τα μεγάφωνα / από τα αυτοκίνητα.
[αρχ. ἐκκωφ(ῶ) (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -αίνω κατά το κουφαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκουφαίνω.
-
- I. (Ενεργ.· εδώ αμτβ.) (για πρόσωπο) καταπονείται η ακοή μου από ισχυρό θόρυβο και (συνεκδ. για τόπο) αντιλαλώ, αντηχώ:
- ’Πού τας βροντάς … βουνά, λαγκάδια, άνθρωποι εκεί εξεκουφαίναν (Διακρούσ. 892).
- II. (Μέσ.) γίνομαι κουφός·
- (μεταφ.) δεν απαντώ (εδώ γραπτώς) σε κάπ.:
- έγραψε προς ημάς … και ημείς εξεκουφαθήκαμεν διά την αιτίαν οπού είπα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19412).
- (μεταφ.) δεν απαντώ (εδώ γραπτώς) σε κάπ.:
[<επιτ. ξε‑ + κουφαίνω. Πβ. λ. ‑ίζω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.· εδώ αμτβ.) (για πρόσωπο) καταπονείται η ακοή μου από ισχυρό θόρυβο και (συνεκδ. για τόπο) αντιλαλώ, αντηχώ: