Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκουνώ [ksekunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) 1. μετακινώ και βγάζω κτ. από τη θέση του: Ξεκουνήθηκε ο μεντεσές. 2. κάνω κπ. να πάρει την απόφαση να κάνει κτ.: Aν δεν τον ξεκουνήσεις, δε βγαίνει έξω. Ώσπου να ξεκουνηθείς εσύ
[ξε- κουνώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκουνώ.
-
- Ά (Μτβ.) κουνώ κ. από τη θέση του, το κάνω να μετατοπιστεί:
- (Πιστ. βοσκ. III 9, 57)·
- (σε μεταφ.):
- μ’ αγάπην θυμωμένην … όλην την κτίσην μπορεί να ξεκουνήσει (Πιστ. βοσκ. IV 1, 69).
- Β́ (Αμτβ.) φεύγω από τη θέση μου:
- δυο δόντια τού βγήκασι και τ’ άλλα εξεκουνήσα (Ερωτόκρ. Β́ 1811).
[<επιτ. ξε‑ + κουνώ. Βλ. και ξεκινώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Ά (Μτβ.) κουνώ κ. από τη θέση του, το κάνω να μετατοπιστεί: