Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκολλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκολλώ [ksekoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ANT κολλώ. 1α. τραβώ και βγά ζω κτ. που ήταν κολλημένο κάπου: ~ τα γραμματόσημα από το φάκελο. Ο αέρας ξεκόλλησε τις αφίσες. H ετικέτα δεν ξεκολλιέται εύκολα, δεν μπορείς να την ξεκολλήσεις. Ξεκόλλησε το τακούνι μου. Προσοχή, ξεκολλούν τα μάρμαρα από την πρόσοψη. β. αποσπώ μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Aπό τον κεραυνό ξεκόλλησε ένας βράχος και έπεσε στο δρόμο. || Ξεκόλλησε το χέρι μου, έπαθε εξάρθρωση. 2. (μτφ.) απομακρύνομαι με μεγάλη απροθυμία και δυσαρέσκεια από κπ., από κτ. ή από κάπου: Για να τον ξεκολλήσω από κοντά της είδα κι έπαθα. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το βιβλίο. Δεν τον ξεκολλάς εύκολα από εδώ. || Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, την κοιτούσε συνέχεια. 3. (λαϊκ.) στην προστακτική, για να προτρέψουμε κπ. να σταματήσει να ασχολείται με ένα και μόνο θέμα, να σταματήσει να έχει έμμονες ιδέες: Ξεκόλλα· σκέψου και κάτι άλλο εκτός από το ποδόσφαιρο!

[μσν. ξεκολλώ < ξε- κολλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκολλώ· ξηκολλώ.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Μτβ.) αποκολλώ κ.· (εδώ) αποσπώ με βίαιο τρόπο:
      • Χέρια και πόδια γδέρνουσι (ενν. τα θεριά), τα νεύρα ξεκολλούσι (Τζάνε, Κατάν. 319).
    • Β́ (Αμτβ.) αποκολλώμαι, αποσπώμαι από κ. με το οποίο είμαι κολλημένος·
      • (εδώ σε μεταφ.):
        • (Στάθ. Β́ 142).
  • II. (Μέσ., μτβ.)
    • (μεταφ.) απομακρύνομαι από κάπ., αποχωρίζομαι κάπ.:
      • Μέραν 'δε νύχτα δεν μου ξηκολλάται (ενν. τ’ αδόνιν) (Κυπρ. ερωτ. 2413).

[<στερ. ξε‑ + κολλώ. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες