Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκοκαλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκοκαλίζω [ksekokalízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1α. τρώω με πολλή όρεξη κρέας ή ψάρι αφήνοντας μόνο τα κόκαλα ή τα αγκάθια: Ήταν τόσο νόστιμο το ψητό αρνάκι που το ξεκοκάλισαν οι δυο τους. β. αφαιρώ τα κόκαλα ή τα αγκάθια από κρέας ή ψάρι. 2. (μτφ.) α. κατασπαταλώ σιγά σιγά και για προσωπική ευχαρίστηση χρήματα ή περιουσία: Mοναχογιός και μόνος κληρονόμος ξεκοκαλίζει τώρα την πατρική περιουσία. Mέσα σε δυο χρόνια κατάφερε να ξεκοκαλίσει αρκετά εκατομμύρια. β. διαβάζω κτ. πολύ προσεχτικά, με μεγάλο ενδιαφέρον, χωρίς να παραλείψω τίποτα: Kάθε Kυριακή ξεκοκαλίζει την εφημερίδα.

[μσν. ξεκοκαλίζω < ξε- κόκαλ(ο) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκοκαλίζω.
  • Αφαιρώ τα κόκαλα από το κρέας·
    • (συνεκδ.) τρώω (με βουλιμία) το κρέας ώσπου να μείνουν μόνο τα κόκαλα:
      • (Φορτουν. Β́ 318).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχουν απογυμνωθεί τα κόκαλά του από τις σάρκες (πβ. ξεκοκαλιάζω
    • (εδώ) προκ. για το Χάρο ως σκελετό:
      • (Π. Ν. Διαθ. φ. 244α 2).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. κόκαλο + κατάλ. –ίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες