Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκοιλιάζω [kseki
ázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.σκίζω την κοιλιά ανθρώπου ή ζώου και βγάζω έξω τα εντόσθιά του: Ο ταύρος ξεκοίλιασε τον ταυρομάχο. Πτώματα ξεκοιλιασμένα και ακρωτηριασμένα. β. (μτφ., προφ.) σκίζω κτ. και αφήνω να φανεί το περιεχόμενο: Ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. Ξεκοιλιασμένα στρώματα. 2. (μτφ., λαϊκ.) τρώω υπερβολικά: Ξεκοιλιαστήκαμε στο φαΐ. [μσν. ξεκοιλιάζω < ξε- κοιλι(ά) -άζω ή < ελνστ. ἐκκοιλ(ίζω) μεταπλ. -ιάζω (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκοιλιάζω.
-
- α) Σκίζω την κοιλιά ανθρώπου ή ζώου με αποτέλεσμα να βγουν τα εντόσθιά του έξω:
- κορμιά νεκρά, … δίχως κεφαλές, … ξεκοιλιασμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28624· Διήγ. παιδ. 1054)·
- β) (συνεκδ.):
- τας μήτρας των εγγαστρωμένων γυναικών τας εξεκοιλιάζαν (Ερμον. Χ μετά στ. 269)·
- γ) (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για την τιμωρία των γαστριμάργων στην κόλαση):
- (Τζάνε, Κατάν. 421).
[<αόρ. του μτγν. εκκοιλιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Σκίζω την κοιλιά ανθρώπου ή ζώου με αποτέλεσμα να βγουν τα εντόσθιά του έξω: