Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκλειδώνω [ksekliδóno] -ομαι Ρ1 : ανοίγω με κλειδί κτ. κλειδωμένο. ANT κλειδώνω: Δεν μπορώ να ξεκλειδώσω το συρτάρι. H πόρτα ήταν ξεκλειδωμένη.
[ξε- κλειδώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκλειδώνω.
-
- Ξεκλειδώνω:
- εξεκλείδωσε τες πόρτες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55915).
[<στερ. ξε‑ + κλειδώνω. Η λ. και σήμ.]
- Ξεκλειδώνω: