Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκλέβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκλέβω [kseklévo] Ρ4α : συνήθ. στην έκφραση ~ λίγο χρόνο, από ένα πλήρες πρόγραμμα καταφέρνω να εξοικονομήσω λίγο χρόνο: Θα ξεκλέψω λίγο χρόνο και θα έρθω να σε δω.

[αρχ. ἐκκλέπτω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το κλέπτω > κλέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες