Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκλέβω [kseklévo] Ρ4α : συνήθ. στην έκφραση ~ λίγο χρόνο, από ένα πλήρες πρόγραμμα καταφέρνω να εξοικονομήσω λίγο χρόνο: Θα ξεκλέψω λίγο χρόνο και θα έρθω να σε δω.
[αρχ. ἐκκλέπτω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το κλέπτω > κλέβω]