Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκαρφώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκαρφώνω [ksekarfóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ τα καρφιά, αποσυνδέω κτ. που ήταν καρφωμένο. ANT καρφώνω: Ξεκαρφώθηκαν οι σανίδες της οροφής.

[μσν. ξεκαρφώνω < ξε- καρφώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκαρφώνω.
  • Αποχωρίζω κ. από τα καρφιά με τα οποία είναι συναρμολογημένο:
    • Τα σίδερα τσ’ αρματωσάς κόβγου και ξεκαρφώνου (Ερωτόκρ. Δ́ 1801).

[<στερ. ξε‑ + καρφώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες