Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκαπακώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκαπακώνω [ksekapakóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το σκέπασμα. ANT καπακώνω: Ξεκαπάκωσε την κατσαρόλα! Δεν μπορώ να ξεκαπακώσω το δοχείο.

[ξε- καπακώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες