Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκαμπίζω· εξηκαμπίζω.
-
- (Μτβ.) οδηγώ στον κάμπο, βγάζω σε ξάγναντο μέρος:
- ειδέ εξηκαμπίσει τον (ενν. ο κυνηγός τον λαγωόν), εκεί ουδέν λυτρούται (Φυσιολ. (Legr.) 928).
[<επίρρ. ξέκαμπα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Μτβ.) οδηγώ στον κάμπο, βγάζω σε ξάγναντο μέρος: