Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκαβαλικεύω [ksekavalikévo] Ρ5.2α : κατεβαίνω από το άλογο κτλ.· ξεπεζεύω. ANT καβαλικεύω.
[μσν. ξεκαβαλικεύω < ξε- καβαλικεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκαβαλικεύω.
-
- Ά (Αμτβ.) κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω:
- (Λίβ. P 2588).
- B́ (Μτβ.) βοηθώ κάπ. να κατεβεί από το άλογο:
- οι άρχοντες μ’ ευλάβεια τον ξεκαβαλικεύσαν (ενν. τον αμιράν) (Διγ. O 534).
[<στερ. ξε‑ + καβαλικεύω. Τ. ‑εύγω στο Βλάχ. Η λ. στο Du Cange (‑λλικεύειν) και σήμ.]
- Ά (Αμτβ.) κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω: