Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεθυμώνω [kseθimóno] Ρ1α μππ. ξεθυμωμένος : α.παύω να είμαι θυμωμένος. ANT θυμώνω: Aκόμα δεν ξεθύμωσε. Σε πέντε λεπτά είχε ξεθυμώ σει εντελώς. β. κάνω κπ. να μην είναι θυμωμένος: Θα του πω ένα αστείο και θα τον ξεθυμώσω.
[ξε- θυμώνω]