Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεθολώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεθολώνω [kseθolóno] Ρ1α μππ. ξεθολωμένος : κάνω ξανά διαυγές κτ. που έχει θολώσει ή γίνομαι διαυγής. ANT θολώνω: Ξεθόλωσε το κρασί. Πρέπει να περιμένουμε να ξεθολώσει το τζάμι και μετά να ξεκινήσουμε. || (μτφ.): Περίμενε πρώτα να ξεθολώσει το μυαλό σου!

[ξε- θολώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες