Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεθεμελιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεθεμελιώνω [kseθemelóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. γκρεμίζω, καταστρέφω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια: Στο πέρασμά του χαλάει και ξεθεμελιώνει. Οι ποντικοί το ξεθεμέλιωσαν το σπίτι. 2. (μτφ.) καταστρέφω τελείως, αφανίζω.

[μσν. ξεθεμελιώνω < ξε- θεμελιώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεθεμελιώνω.
  • Καταστρέφω από τα θεμέλια, κατασκάπτω:
    • το καστέλλι … εξεθεμελιώθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3347
    • (μεταφ.):
      • Ως ποταμός χειμωνικός … όντα φουσκώσει …, βουνιά ξεθεμελιώνει (Πανώρ. Γ́ 402).

[<αόρ. του παλαιότ. εκθεμελιόω (10. αι., LBG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες