Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεζώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεζώνω [ksezóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ξεζώστηκα, απαρέμφ. ξεζωστεί, μππ. ξεζωσμένος : αφαιρώ κτ. που είναι ζωσμένο γύρω από τη μέση μου. ANT ζώνω: Ξεζώστηκε τα άρματα / το σπαθί. Ξεζώσου να πάρεις ανάσα.

[μσν. ξεζώνω < ξε- ζώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεζώνω.
  • I. Ενεργ.
    • α) Λύνω, βγάζω τη ζώνη κάπ.:
      • τι θλίψη … είχεν η κυρά Ειρήνη …, όταν την εξεζώνασιν (Θρ. Κων/π. B 120
    • β) (προκ. για όπλο δεμένο γύρω από τη μέση κάπ.):
      • ας πάψουσι τα αίματα κι εμέναν ας ξεζώσει (ενν. η φιλιά) την μάχαιρα εκ το πλάγι μου (Ροδολ. Έ 145).
  • II. (Μέσ.) (προκ. για όπλα) λύνω, βγάζω από επάνω μου:
    • (Απόκοπ. 22).

[<στερ. ξε‑ + ζώνω. Η λ. στο Βλάχ. (μέσ.), στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες