Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεζαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεζαλίζω [ksezalízo] -ομαι Ρ2.1 : απαλλάσσω κπ. από τη ζάλη, συνήθ. παθ.: Στάσου να ξεζαλιστώ λίγο και θα σου απαντήσω.

[ξε- ζαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες