Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδοντιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεδοντιάζω [kseδondjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου: Tου ΄δωσε μια γροθιά στα μούτρα και τον ξεδόντιασε. || (παθ.) έχω χάσει τα δόντια μου, κυρίως από γηρατειά: Ξεδοντιάστηκε τελείως. Ένας γέρος ξεδοντιασμένος. || (επέκτ.): Xτένα ξεδοντιασμένη. 2. (μτφ., οικ.) μειώνω τη δύναμη κάποιου, τον αφοπλίζω, τον κάνω ανίσχυρο: Δεν κατάφεραν να ξεδοντιάσουν το τέρας της γραφειοκρατίας.

[μσν. *ξεδοντιάζω (πρβ. μσν. ξεδοντιασμένος) < ξε- δόντ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες