Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεδιψώ [kseδipsó] & -άω Ρ10.4α μππ. ξεδιψασμένος : σβήνω, καταπραΰ νω τη δίψα μου. ANT διψώ: Πιες λίγο νερό να ξεδιψάσεις. Tίποτε δεν ξεδιψάει καλύτερα από το κρύο τσάι.
[μσν. ξεδιψώ < ξε- διψώ (διαφ. το ελνστ. ἐκδιψῶ `διψώ πολύ΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεδιψώ.
-
- Ά (Αμτβ.) ξεδιψώ:
- ασθενής οπού … πριν να ξεδιψήσει, … (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [901]).
- Β́ (Μτβ.) (μεταφ.) ικανοποιώ:
- το 'μα … την δικιοσύνη … να ξεδιψάσει (Πιστ. βοσκ. V 4, 56 (έκδ. δίκιωσιν)).
[<στερ. ξε‑ + διψώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ά (Αμτβ.) ξεδιψώ: