Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγδέρνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεγδέρνω [kseγδérno] -ομαι Ρ αόρ. ξέγδαρα, απαρέμφ. ξεγδάρει, παθ. αόρ. ξεγδάρθηκα, απαρέμφ. ξεγδαρθεί, μππ. ξεγδαρμένος : πληγώνω επιπόλαια το δέρμα μου· γδέρνω: Ξέγδαρα το γόνατό μου / τον αγκώνα μου. Ξεγδάρθηκα στα σύρματα. || Δωμάτιο με μαυρισμένους, ξεγδαρμένους τοίχους. Tο βάζο ξέγδαρε το τραπέζι, για λεία επιφάνεια που χαράχτηκε.

[μσν. ξεγδέρνω < ξε- γδέρνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεγδέρνω.
  • Γδέρνω·
    • (εδώ μέσ.) προκαλώ αμυχές, σε μέρος του σώματός μου:
      • η κάτα … εξεγδάρτην κι έτρεχε το αίμα (Γεωργηλ., Θαν. 525).

[<επιτ. ξε‑ + γδέρνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες