Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγίνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξεγίνομαι.
  • (Παθ.) καταστρέφομαι:
    • άφτουσι … λουμπάρδες … κι εξεγινήκα τα φορτιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35916).

[<στερ. ξε‑ + γίνομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες