Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεβρακώνω [ksevrakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. βγάζω το βρακί, το παντελόνι ή την κιλότα κάποιου: Tον χτύπησαν και τον ξεβράκωσαν στη μέση του δρόμου. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. αποκαλύπτω τις κρυφές προθέσεις, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεγυμνώνω2. β. (παθ.) αποκαλύπτω τον πραγματικό εαυτό μου και τις κρυφές, συνήθ. ανομολόγητες, επιθυμίες μου· εξευτελίζομαι.
[ξε- βρακ(ί) -ώνω]