Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεβράζω [ksevrázo] -ομαι Ρ2.1 : για τη θάλασσα, όταν με τα κύματα βγάζει στην ακτή διάφορα αντικείμενα: H θάλασσα ξέβρασε ξύλα και φύκια. Tο πτώμα ξεβράστηκε ύστερα από αρκετές μέρες.

[μσν. ξεβράζω < αρχ. ἐκβράζω (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες