Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεβλαστώνω· εξεβλαστώνω.
-
- 1)
- α) Φυτρώνω, βλαστάνω:
- εξεβλάστωσαν … πάσα χόρτον και πάσα δένδρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 53v)·
- β) (μεταφ.):
- ο νους ξεβλαστώνει από την ψυχήν (αυτ. φ. 63v)·
- γ) (προκ. για άνθος) βγαίνω, ανθίζω:
- εις την μέσην … του ρόδου εξεβλάστωσεν ένα μπουμπούκι (αυτ. φ. 235v).
- α) Φυτρώνω, βλαστάνω:
- 2) Βγάζω, αποκτώ βλαστούς:
- (αυτ. φ. 234r)·
- ηύρε (ενν. ο Λωτ) τους δαυλούς ξεβλαστωμένους (αυτ. φ. 133r).
- 3) (Προκ. για τη γη) αποκτώ βλάστηση:
- (αυτ. φ. 46v).
- 4) (Μεταφ.) «ξεφυτρώνω», παρουσιάζομαι:
- λέγει (ενν. ο Χρυσόστομος) διά τους … αιρετικούς οπού μεταταύτα ήθελαν ξεβλαστώσει (αυτ. φ. 46v).
[<ξεβλαστάνω κατά το βλαστώνω (βλ. ά.). Η λ. στο Somav.]
- 1)