Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβγαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεβγαίνω [ksevjéno] Ρ αόρ. ξεβγήκα, απαρέμφ. ξεβγεί : (οικ.) απαλλάσσομαι από κτ., συνήθ. από υποχρέωση: Tου κάναμε το τραπέζι και ξεβγήκαμε.

[μσν. εξεβγαίνω < εξ- (> ξε-) βγαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεβγαίνω· εξεβγαίνω· εξηβγαίνω.
  • 1)
    • α) Βγαίνω έξω (από κλειστό χώρο):
      • εξεβγήκαμεν όλοι εκ το παλάτι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1230]
    • β) (από λιμάνι):
      • Από την Κωνσταντίνου πόλιν θέλομε να εξέβγομε έξωθε … (Μηλ., Οδοιπ. 636
    • γ) κυκλοφορώ:
      • την νύκτα … εξηβγαίνεις έξω και την ημέρα κρύβεσαι (Πουλολ. 181 χφ A κριτ. υπ).
  • 2) Εμφανίζομαι:
    • η ώρα οπού θέλει να ξέβγει το άγιον φως (Προσκυν. Κουτλ. 390 12818).
  • 3) Παρουσιάζομαι (με ορμή)· εκτοξεύομαι, ξεπετιέμαι:
    • απομέσα της θαλάσσης εξήβγαινε φωτιά … και πέτρες (Μηλ., Οδοιπ. 637).
  • 4) Έρχομαι, παρίσταμαι (σε κάπ. εκδήλωση):
    • δεν εντράπης να ξεβγείς εις την χαράν ετούτη; (Πουλολ. 172 χφ A κριτ. υπ).
  • 5) (Προκ. για φήμη) διαδίδομαι:
    • Στον κόσμον ξέβγην ακοή πως … (Ιμπ. (Legr.) 285).
  • 6) Απομακρύνομαι:
    • να εξεβγεί το σκάνδαλον από την Εκκλησίαν (Χριστ. διδασκ. 493).

[<συμφ. ξεβαίνω + (ε)βγαίνω. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες