Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβγάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξεβγάνω.
  • 1) Βγάζω·
    • (εδώ συνεκδ.) αφαιρώ, στερώ κ. από κάπ.:
      • τι του έποικα και εξέβγαλεν το φως μου …; (Ριμ. Βελ. ρ 637).
  • 2) Παρασύρω κάπ. (στην καταστροφή ή τη διαφθορά), αποπλανώ:
    • (Γαδ. διήγ. 57
    • οι πατέρες … να τες ξεβγάλουν (ενν. τις χήρες) πάσχουν (Απόκοπ. 207).

[<συμφ. παρατ. - αόρ. του εκβάλλω + (ε)βγάνω. Πβ. σημερ. ‑ζω. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες