Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβάφω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεβάφω [kseváfo] -ομαι Ρ4 : 1.αφαιρώ τη βαφή από κτ. || για κτ. που χάνει το χρώμα του: Aυτό το ύφασμα ξεβάφει. Xρώματα που δεν ξεβάφουν. ΦΡ κτ. ξέβαψε τόπους* τόπους. 2. για κτ. του οποίου έχει αλλοιωθεί το χρώμα, έχει ξεθωριάσει: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες. Tα παντζούρια ήταν ξεβαμμένα από την πολυκαιρία.

[ξε- βάφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες