Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαστοχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαστοχώ [ksastoxó] Ρ10.1α & ξαστοχιέμαι [ksastoéme] Ρ10.1β στη σημ. 1 : (λαϊκότρ.) 1. λησμονώ, ξεχνώ: Tι μου ΄πες; το ξαστόχησα. 2. δεν πετυχαίνω το στόχο μου, αποτυχαίνω.

[μσν. ξαστοχώ < εξαστοχώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- (> ξε-) αστοχώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαστοχώ.
  • Χάνω κάπ. από το οπτικό μου πεδίο:
    • τον εξαστόχησεν (ενν. τον Γιαγούπην) … ο δεσπότης …· εσέβην εις τα δάση (Χρον. Τόκκων 2842).

[<παλαιότ. εξαστοχώ (LBG, ‑έω). Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες