Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαστερώνω [ksasteróno] Ρ1α (στο γ' πρόσ.) μππ. ξαστερωμένος : για τον ουρανό, όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, την καταχνιά και την ομίχλη και γίνεται αίθριος, όταν ξανοίγει: Tώρα που ξαστέρωσε ο ουρανός μπορούμε να ξεκινήσουμε. || (μτφ.): Ξαστέρωσε το πρόσωπό του / το βλέμμα του. Ξαστέρωσαν τα μάτια της.
[μσν. ξαστερώνω < ξάστερ(ος) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαστερώνω.
-
- I. (Ενεργ., προκ. για τον ουρανό) καθαρίζω, γίνομαι διαυγής, αίθριος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [998]).
- II. (Μέσ., τριτοπρόσ. σε περιφραστικό παρκ.) έχει ξαστεριά:
- ήτον ξαστερωμένα και το φεγγάριν έφεγγεν ωσάν ξημερωμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 825).
[<επίθ. ξάστερος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. (Ενεργ., προκ. για τον ουρανό) καθαρίζω, γίνομαι διαυγής, αίθριος: