Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαρρωστώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαρρωστώ.
  • Ά (Αμτβ.) γιατρεύομαι:
    • (Ευρετ. Ερωτόκρ. 77298).
  • Β́ (Μτβ.) γιατρεύω:
    • αρρωστημένος ήμουνε και εξαρρωστήσετέ με (Ρίμ. θαν. 92).

[<στερ. ξ(ε)‑ + αρρωστώ. Τ. εξ‑ στο Βλάχ. Η λ. στο Du Cange (‑είν) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες