Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαρμυρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαρμυρίζω [ksarmirízo] Ρ2.1α μππ. ξαρμυρισμένος & ξαλμυρίζω [ksalmi rízo] Ρ2.1α μππ. ξαλμυρισμένος : αφαιρώ την άρμη, κάνω κτ. λιγότερο αρμυρό: ~ το τυρί / τον μπακαλιάρο. Ελιές ξαρμυρισμένες.

[ξ(ε)- αρμυ ρ(ός), αλμυρ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες