Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαραχνιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαραχνιάζω [ksaraxnázo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω ένα χώρο από τους ιστούς που έχουν πλέξει οι αράχνες.

[ξ(ε)- αραχνιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες