Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαπλάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλάρω [ksapláro] Ρ6α : (οικ.) ξαπλώνω (με μια έννοια επίτασης): Θα ~ και δε θα σηκωθώ πριν τις δώδεκα.

[ξάπλ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες