Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναχύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναχύνω· εξαναχύνω.
  • (Πιθ.) ξαναφτιάχνω:
    • να ξαναχυθεί η κανδήλα και εξαναλάμψει πάλιν (Χρησμ. VI 31).

[<ξανα‑ + χύνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες