Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναχτυπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναχτυπώ [ksanaxtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : χτυπώ ξανά: Ξαναχτύπα (την πόρτα) μήπως δε σε άκουσαν. Ξαναχτύπησα στο γόνατο. Nα μην το ξαναχτυπήσεις το παιδί. Οι ληστές ξαναχτύπησαν.

[ξανα- + χτυπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες