Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφυτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναφυτεύω.
  • Φυτεύω ξανά (εδώ μεταφ.):
    • δέτε, χορτάσετέ τη (ενν. μάτια μου) κι εις την καρδιά μου πλια βαθιά ξαναφυτέψετέ τη (ενν. την Πανώρια) (Πανώρ. Β́ 180).

[<ξανα‑ + φυτεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες