Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφτιάχνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναφτιάχνω [ksanaftxáxno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάφτιαξα και ξαναέφτιαξα, απαρέμφ. ξαναφτιάξει, παθ. αόρ. ξαναφτιάχτηκα, απαρέμφ. ξαναφτιαχτεί, μππ. ξαναφτιαγμένος : 1.φτιάχνω πάλι, ξανά: Θα χρειαστεί να ξαναφτιάξεις το σχέδιο, γιατί το χάσαμε. Mου ζήτησε να τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή. 2. (οικ.) αποκαθιστώ τις φιλικές, ερωτικές κτλ. σχέσεις μου με κπ.: Tσακωθήκαμε, αλλά τα ξαναφτιάξαμε γρήγορα. Aπ΄ ό,τι άκουσα, τα ξανάφτιαξε μ΄ εκείνο τον ψηλό.

[ξανα- + φτιάχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες