Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφορτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναφορτώνω.
  • Φορτώνω πάλι·
    • (εδώ) επιβιβάζω πάλι (σε πλοία στρατό):
      • τον καπετάν-πασά … σπιδίρει τα κάτεργα να τα ξαναφορτώσει λαό (Λεηλ. Παροικ. 15).

[<ξανα‑ + φορτώνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες