Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφιλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναφιλώ.
  • Φιλώ ξανά ή επανειλημμένα:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [758]).

[<ξανα‑ + φιλώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες