Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφεύγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναφεύγω [ksanafévγo] Ρ αόρ. ξανάφυγα και ξαναέφυγα, απαρέμφ. ξαναφύγει : φεύγω ξανά: Mου υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναφύγει.

[ξανα- + φεύγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες