Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναφαίνομαι [ksanafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) : εμφανίζομαι κάπου ξα νά: Δεν ξαναφάνηκε από δω. Aν ξαναφανεί, πες του ότι τον θέλω.
[μσν. ξαναφαίνομαι < ξανα- + φαίνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαναφαίνομαι· ενεργ. ξαναφαίνω· υποτ. αορ. ξαναφάνω.
-
- 1)
- α) Έρχομαι, εμφανίζομαι πάλι:
- Στο παρεθύρι στέκεσαι, κυρά μου, … και παρεκαλείς πότε να ξαναφάνω (Ch. pop. 250· Άλ. Κύπρ. 1460)·
- β) (προκ. για αρρώστια, επιδημία):
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1708).
- α) Έρχομαι, εμφανίζομαι πάλι:
- 2) Παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι:
- τση ξαναφανήκανε (ενν. της κουτσοχέρας) οι χάρες των χεριών της (Ευγέν. 1246).
[<ξανα‑ + φαίνομαι. Ο ενεργ. τ. <ξανα‑ + φαίνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1)