Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναφέρνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναφέρνω [ksanaférno] Ρ αόρ. ξανάφερα και ξαναέφερα, απαρέμφ. ξαναφέρει : φέρνω ξανά: Nα μου το ξαναφέρεις πίσω. Προσπαθώ να την ξαναφέρω στη μνήμη μου αλλά δεν μπορώ. (έκφρ.) μου την ξανάφερε, με εξαπάτησε ξανά.

[μσν. ξαναφέρνω < ξανα- + φέρνω (διαφ. το αρχ. ἐξαναφέρω `ανεβάζω στην επιφάνεια (για το θαλασσινό νερό)΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναφέρνω· αξαναφέρνω.
  • Φέρνω πάλι πίσω:
    • εκείνον το κτηνόν εξαναφέραν το εις την γην τους χριστιανούς (Ασσίζ. 42525· αυτ. 4244).

[<ξανα‑ + φέρνω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες