Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανατρέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξανατρέχω· υποτ. αορ. ξαναδράμω.
  • 1) Τρέχω πάλι, ξανά:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [603]).
  • 2) Επαναλαμβάνω το κονταροκτύπημα:
    • πιάνου (ενν. οι καβαλάροι) κοντάρια δυνατά να ξανατρέξου ομάδι (Ερωτόκρ. Β́ 1624).

[<ξανα‑ + τρέχω. Πβ. παλαιότ. εξ‑ (12. αι., LBG). Η υποτ. <αόρ. έδραμα του τρέχω (βλ. ά.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες