Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναστρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναστρώνω· εξαναστρώνω.
  • Στρώνω πάλι (κρεβάτι):
    • (Σαχλ., Αφήγ. 781).

[<ξανα‑ + στρώνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες