Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανασμίγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανασμίγω [ksanazmíγo] Ρ αόρ. ξανάσμιξα και ξαναέσμιξα, απαρέμφ. ξανασμίξει : σμίγω ξανά με κπ.: Ξανάσμιξαν ύστερα από πολλά χρόνια. Kάποτε θα ξανασμίξουμε.

[ξανα- + σμίγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες