Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξανασκεπάζω· εξανασκεπάζω.
-
- Βγάζω το σκέπασμα, ό,τι καλύπτει κάπ.:
- υπάν … οι Πολίτισσες εξανασκεπασμένες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 209· Χρον. σουλτ. 1407).
[<επιτ. (ε)ξ‑ + ανασκεπάζω (βλ. ά.). Η σημερ. λ. <ξανα‑ + σκεπάζω (και στο Somav.)]
- Βγάζω το σκέπασμα, ό,τι καλύπτει κάπ.: